Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Kέρδος και Εκπαίδευση*

Την προηγούμενη Τετάρτη παρουσιάστηκε το συλλογικό έργο «Το κίνητρο του κέρδους στην εκπαίδευση» σε επιμέλεια James B. Stanfield (εκδ. Παπαδόπουλος, ΚεΦιΜ). Οι συγγραφείς του, όλοι έγκριτοι επιστήμονες, ανατρέπουν με επιχειρήματα και αποδείξεις την εδραιωμένη για πολλές δεκαετίες πεποίθηση-ταμπού ότι το κέρδος και οι εκπαίδευση είναι έννοιες εκ διαμέτρου αντίθετες.
Η ιδεολογική «καταγγελία» της επιδίωξης του κέρδους στην εκπαίδευση και η πεποίθηση για την ορθότητά της ήταν τόσο μεγάλες μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν, ώστε ακόμη και επιχειρηματίες της εκπαίδευσης να αισθάνονται δυσάρεστα να παραδεχθούν ανοιχτά ότι το κίνητρό τους είναι το κέρδος. Κι όμως η επιδίωξη του κέρδους στην εκπαίδευση είναι τόσο σημαντική όσο και σε οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Ίσως στην εκπαίδευση να είναι μάλιστα περισσότερο απαραίτητη από οπουδήποτε αλλού.
Είναι αναντίρρητο γεγονός ότι η γνώση στις μέρες μας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους συντελεστές παραγωγής πόρων. Η εκπαίδευση είναι ο κυριότερος παραγωγός γνωστικού κεφαλαίου. Το κίνητρο του κέρδους με τη σειρά του κινητοποιεί τα άτομα να επιτελούν λειτουργίες, ενισχύει τον ανταγωνισμό και την καινοτομία, διαδίδει τη γνώση και κατευθύνει τους πόρους στις πλέον παραγωγικές χρήσεις.
Μια βασική αντίρρηση στα παραπάνω είναι πως το κέρδος στην εκπαίδευση δεν το απολαμβάνουν όλοι αλλά πολύ λίγοι. Οι περισσότεροι είναι τάχα οι χαμένοι. Αυτή η μηδενικού αθροίσματος αντίληψη είναι εσφαλμένη. Ο επιχειρηματίας υπηρεσιών εκπαίδευσης θα πρέπει σε περιβάλλον ανταγωνισμού να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους καταναλωτές. Πρέπει συνεπώς να τους προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες από τους ανταγωνιστές του. Στην οικονομία της αγοράς όμως, όποιος δεν ενδιαφέρεται για τους πελάτες του εξαφανίζεται. Η επιδίωξη του κέρδους και όχι ο νεφελώδης αλτρουισμός είναι αυτό που κάνει τον επιχειρηματία να ενδιαφερθεί για το συμφέρον του πελάτη του.
Η επόμενη αντίρρηση είναι ότι η επιδίωξη του κέρδους στην εκπαίδευση δημιουργεί μεν εξαιρετικά αποτελέσματα αλλά ταυτοχρόνως δημιουργεί και κοινωνικές ανισότητες. Στο βιβλίο αποδεικνύεται ότι οι περισσότερο κερδισμένοι από την εφαρμογή του περίφημου κουπονιού εκπαίδευσης και της ελεύθερης επιλογής σχολείου (δημόσιου, ιδιωτικού κερδοσκοπικού ή μη) είναι οι μαθητές και φοιτητές με χαμηλότερο οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο. Όπως υποστήριζε ο νομπελίστας οικονομολόγος Γκάρυ Μπέκερ, για το σύστημα των κουπονιών εκπαίδευσης, «τα παιδιά που μειονεκτούν κοινωνικά, είναι εκείνα ακριβώς που θα ωφεληθούν περισσότερο από τη φοίτησή τους σε ένα ιδιωτικό σχολείο» και όχι βεβαίως οι πλούσιοι.
Παρ’ όλα αυτά, όπως αποδεικνύουν οι συγγραφείς και πλήθος άλλων εξειδικευμένων μελετών, η εισαγωγή του κινήτρου του κέρδους στην εκπαίδευση δεν είναι κάτι εχθρικό με τη δημόσια παιδεία αλλά με τον κρατισμό που επιβάλλει τον υπερσυγκεντρωτισμό και καλλιεργεί τη λογική του «καρμπόν» στην εκπαίδευση. Μπορείς να έχεις λ.χ. δημόσια σχολεία, αλλά το κράτος να παραχωρεί τη διοίκησή τους σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις εκπαίδευσης που διαθέτουν την κατάλληλη τεχνογνωσία. Εταιρείες τέτοιου τύπου, όπως είναι σήμερα στις ΗΠΑ οι National Heritage Academies, η Mosaica και η Leona, διασφαλίζουν την ποιότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, την ασφάλεια στο σχολικό περιβάλλον, τη λογοδοσία των εκπαιδευτικών, ενώ περιορίζουν σημαντικά το διοικητικό κόστος και βελτιώνουν τις μαθητικές επιδόσεις.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 25 Μαΐου 2018.

Σάββατο 19 Μαΐου 2018

Καλή η κάνναβη αλλά καλύτερη η εκπαίδευση*

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νομιμοποίηση της κάνναβης πρέπει να γίνει και μάλιστα να επιτραπεί η χρήση της γενικώς και για ευφορικούς λόγους. Ασφαλώς η νομιμοποίηση θα έχει θετικές επιπτώσεις στην οικονομία, άμεσες και έμμεσες. Αλλά η εκτίμηση του «Ολιστικού προγράμματος» Τσακαλώτου ότι η νομιμοποίηση της ιατρικής κάνναβης θα προσελκύσει επενδύσεις φαρμακευτικών εταιρειών ύψους 1,5 δισ. ευρώ είναι ‒για να το γράψω κάπως κομψά‒ αμφίβολης εγκυρότητας και προσομοιάζει με το αλήστου μνήμης πρόγραμμα των 12 δισ. ευρώ της Θεσσαλονίκης. Δεν χρειάζεται κανείς βαριά μαθηματικά για να αμφισβητήσει την ακατάσχετη αισιοδοξία του υπουργού, αρκεί να υπολογίσει ότι όλη η αγροτική παραγωγή της χώρας συνεισφέρει στο ΑΕΠ κάτι λιγότερο από 7,5 δισ. ευρώ. Το να περιμένει ο υπουργός ότι η κάνναβη θα συνεισφέρει μόνη της 20% επιπλέον ακούγεται ως ανέκδοτο ‒ και είναι.
Μια μελέτη της χωρίς αμφιβολία περισσότερο αξιόπιστης από τον Υπουργό Οικονομικών Εθνικής Τράπεζας[i] υποδεικνύει ωστόσο ότι υπάρχει ένας μεγάλος «κρυμμένος» θησαυρός για την οικονομία. Για να τον ανακαλύψουμε, αρκεί να ξεθολώσει το μυαλό μας από τις διάφορες παραισθησιογόνες θεωρίες της Αριστεράς.
Ο θησαυρός αυτός είναι η Ανώτατη Εκπαίδευση. Η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας δημοσιεύθηκε το Μάιο του 2017 και μεταξύ άλλων εφιστά την προσοχή στην αξιοποίηση της διεθνώς υπερβάλλουσας ζήτησης για σπουδές ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία εάν συνδυαστεί με την ελληνική ιστορία, το περιβάλλον της χώρας και τον πολιτισμό της, καθώς και τη μεγάλη ακαδημαϊκή διασπορά επιστημόνων μας θα μπορούσε να καταστήσει την Ελλάδα διεθνές κέντρο ανώτατης εκπαίδευσης.
Αξίζει να τονισθεί, ότι η μελέτη δεν έχει υπολογίσει τα οφέλη από την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου της ανώτατης εκπαίδευσης, εκπονήθηκε με βάση το τι επιτρέπει το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο να αλλάξει. Η κεντρική ιδέα είναι ότι πρέπει να δημιουργηθεί άμεσα ένας νέος εξαγωγικός κλάδος στην ελληνική οικονομία ώστε να προσελκύσει μέρος των διεθνών ροών φοιτητών. Κάτι τέτοιο σύμφωνα με τη μελέτη μπορεί να επιτευχθεί:

‒ με την αυτονόμηση και απελευθέρωση των δημοσίων πανεπιστημίων από τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους,
‒ με διεθνείς συνεργασίες των ελληνικών πανεπιστημίων,
‒ με κίνητρα προσέλκυσης της ακαδημαϊκής διασποράς (60% των ελλήνων πανεπιστημιακών βρίσκεται στο εξωτερικό),
‒ με τη δημιουργία προγραμμάτων σπουδών των ελληνικών πανεπιστημίων στην αγγλική γλώσσα και
‒ με τη δημιουργία κέντρων αριστείας στα ελληνικά πανεπιστήμια με σκοπό την αποτελεσματική διασύνδεσή τους με τις επιχειρήσεις και την αγορά.

Οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία από μια τέτοια αλλαγή εκπαιδευτικής πορείας θα ήταν σύμφωνα με τη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας:

‒ άμεση επίπτωση 1,8 δισ. ευρώ ετησίως από την προσέλκυση 80.000 αλλοδαπών φοιτητών αλλά και τον επαναπατρισμό πολλών ελλήνων φοιτητών του εξωτερικού.
‒ έμμεση επίπτωση 2 δισ. ευρώ ετησίως από την αναβάθμιση του ανθρωπίνου κεφαλαίου και τον μετασχηματισμό της οικονομίας σε έντασης γνώσης και
‒ διευρυμένη έμμεση επίπτωση στην οικονομία από την εισαγωγή καινοτομιών στον επιχειρηματικό τομέα που μπορεί να αγγίξει και τα 50 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας.

Και όλα αυτά χωρίς ιδιωτικά πανεπιστήμια. Το ερώτημα είναι πότε θα βγάλουμε το κεφάλι από την άμμο.



* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο της 18ης Μαΐου 2018

[i] https://goo.gl/5RYtou

Σάββατο 12 Μαΐου 2018

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ*

Ο Μάικλ Φούλαν, ένας από τους πλέον ειδικούς παγκοσμίως σε θέματα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, στο πρόσφατο βιβλίο του “The New Meaning of Educational Change” υπογραμμίζει ‒μεταξύ άλλων εξαιρετικών επισημάνσεων‒ ότι οι επιτυχημένες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι εκείνες που το εκπαιδευτικό σύστημα είναι αποκεντρωμένο, αυτόνομο και ελεύθερο και ο έλεγχος του κράτους πάνω σ’ αυτό χαλαρός και διακριτικός. Το αντίθετο ακριβώς από την θλιβερή ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα του κρατικού συγκεντρωτισμού που εγκαθιδρύει κάθε είδους αδράνειες και απονευρώνει πλήρως εκπαιδευτικούς και μαθητές.
Πάρτε για παράδειγμα το μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο ανά μάθημα. Το ελληνικό κράτος ‒μοναδική εξαίρεση μεταξύ των προηγμένων κρατών‒ επιβάλλει ένα απόλυτο μονοπώλιο στην επιλογή και αξιολόγηση των σχολικών βιβλίων. Οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο σ’ αυτό. Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να υλοποιήσουν ένα κεντρικά σχεδιασμένο πρόγραμμα σπουδών. Για να αντιληφθείτε το μέγεθος του παραλογισμού φανταστείτε τώρα έναν γιατρό που το Υπουργείο Υγείας θα του καθόριζε επακριβώς και μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια τη συνταγή που θα δώσει για την αντιμετώπιση μιας ασθένειας ανεξαρτήτως της διάγνωσης ή έναν δικηγόρο που το κράτος θα του υποδείκνυε πώς θα χειριστεί τις υποθέσεις των πελατών του. Με αυτή την εξωφρενική λογική ο εκπαιδευτικός δεν επιτρέπεται να αποφασίζει με επαγγελματικά και επιστημονικά κριτήρια για την εκπαιδευτική διαδικασία, για τον τρόπο με άλλα λόγια που θα διδάσκει το μάθημά του. Θα περίμενε λοιπόν κανείς από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών να αντιδρούν σε αυτή την υποτιμητική και αναχρονιστική για τον εκπαιδευτικό κατάσταση. Εντούτοις αυτές σιωπούν.
Το μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο είναι, όπως είπαμε, ένα ενδεικτικό παράδειγμα εκπαιδευτικού συγκεντρωτισμού, δεν είναι όμως το μόνο. Η σειρά τέτοιου είδους αναχρονισμών είναι ατέλειωτη. Όλο το εκπαιδευτικό σύστημα είναι κεντρικά σχεδιασμένο και στην παραμικρή λεπτομέρεια, προκειμένου το κράτος να έχει τον αποφασιστικό και κυρίαρχο ρόλο σε όλα τα εκπαιδευτικά θέματα υποβαθμίζοντας τους πραγματικούς ενδιαφερόμενους, εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές, σε ρόλο κομπάρσου.
Τι πρέπει να γίνει; Να υπάρξει παιδαγωγική αυτονομία όλων ανεξαιρέτως των σχολικών μονάδων. Προϋπόθεση της παιδαγωγικής αυτονομίας είναι η καθιέρωση εθνικών εκπαιδευτικών προτύπων (ΕΕΠ). Τα προγράμματα σπουδών θα καταρτίζονται σύμφωνα με όσα προβλέπουν τα ΕΕΠ από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο (πανεπιστήμια, ερευνητικά ινστιτούτα, εκδοτικούς οίκους κ.ο.κ.), θα πιστοποιούνται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και θα συνοδεύονται από περισσότερα από ένα σχολικά εγχειρίδια τα οποία θα επιτρέπουν σε κάθε εκπαιδευτικό την επιλογή του καταλληλότερου.
Ακόμη, κρίσιμος παράγοντας της παιδαγωγικής αυτονομίας είναι ο καθορισμός του εκπαιδευτικού χρόνου. Σήμερα ο διδακτικός χρόνος καθορίζεται αποκλειστικά από το Υπουργείο Παιδείας. Μια αυτόνομη σχολική μονάδα θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει δικά της εξειδικευμένα προγράμματα σπουδών ‒που να ανταποκρίνονται ενδεχομένως στις ιδιαιτερότητες ή στις ανάγκες της περιοχής της, στα προσόντα των μαθητών της κ.λπ.‒ μέχρι και στο 20% του διδακτικού χρόνου της. Η σχολική μονάδα πρέπει να μπορεί να αποφασίζει αυτόνομα εκπαιδευτικές δράσεις.
Η παιδαγωγική αυτονομία με τη σειρά της οδηγεί σε λογοδοσία των σχολικών μονάδων και έλεγχο των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων τους από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο και κυρίως από τους γονείς και τους μαθητές διευκολύνοντας έτσι την ελεύθερη επιλογή των τελευταίων.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 11/52018

 

Image result for free choice in education images CATO

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΡΧΗΣ

Η χώρα είναι σε πολλά ζητήματα διχασμένη. Λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά. Στο ζήτημα της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια το θέμα είναι σημαντικό καθώς έχει να κάνει με την προσβολή ατομικών δικαιωμάτων.
Από τη μια μεριά είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι δικαιολογείται η διάκριση ετεροφύλων και ομοφύλων με διάφορα επιχειρήματα που περιστρέφονται γύρω από το συμφέρον του παιδιού. Από την άλλη πλευρά βρίσκονται όσοι πιστεύουν ότι καμία διάκριση δεν είναι νόμιμη με βάση τον σεξουαλικό προσδιορισμό δύο ανθρώπων, όπως δεν μπορεί να είναι με βάση το χρώμα του δέρματος ή το θρήσκευμα. Στο ζήτημα αυτό μέση οδός δεν μπορεί να υπάρξει.
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών τάσσεται εναντίον του δικαιώματος ομόφυλων ζευγαριών να τεκνοθετούν. Η κυβέρνηση πρότεινε τη μέση οδό της αναδοχής. Όμως στην πραγματικότητα η επιλογή αυτή δεν είναι καθόλου «μέση οδός», αλλά αποδοχή των επιχειρημάτων της πλειοψηφίας. Στην αναδοχή σε αντίθεση με την τεκνοθεσία ο φυσικός γονέας έχει αποφασιστικό λόγο και ρόλο στη ζωή του παιδιού. Η απαγόρευση ενισχύει τη σύγχυση που μπορεί να δημιουργηθεί.
Η απόρριψη της τεκνοθεσίας λοιπόν με τη δικαιολογία ότι αυτή επιτρέπεται μόνο για έγγαμα ζευγάρια και όχι στην περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης, αποδεικνύει τις σημαντικές ομοιότητες που έχει η κυβερνώσα αριστερά με τα πιο συντηρητικά τμήματα του πληθυσμού. Κοινή συνισταμένη και των δύο είναι ότι ο σεξουαλικός προσδιορισμός των ατόμων σε μια σειρά από περιπτώσεις αποτελεί θεμιτή διάκριση και δικαιολογεί την παραβίαση της αρχής της ισότητας έναντι του νόμου με το επιχείρημα ότι πρόκειται τάχα για ανόμοιες περιπτώσεις.
Η άλλη πλευρά απέναντι στην εκ φύσεως πατερναλιστική συντηρητική αριστερά και στην εκ φύσεως πατερναλιστική συντηρητική δεξιά είναι μόνο οι ιδέες της ελεύθερης επιλογής και της ανοικτής κοινωνίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα ωφελιμιστικά επιχειρήματα των πολέμιων της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, για το συμφέρον τάχα του παιδιού, είναι αστήρικτα. Δεν υπάρχει ούτε μια σοβαρή μελέτη που να αποδεικνύει ότι η τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια θέτει σε κίνδυνο την ψυχική ισορροπία, τη σωματική υγεία, την κοινωνική ένταξη, τις εκπαιδευτικές επιδόσεις των παιδιών. Το ίδιο ισχύει σε μια μετα-ανάλυση σχετικών επιστημονικών ερευνών από δέκα διαφορετικές χώρες που αποδεικνύουν μάλιστα το αντίθετο. Κάτι τέτοιο μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι η δημιουργία οικογένειας από ομόφυλα ζευγάρια αποτελεί εντελώς συνειδητή επιλογή, μετά από πολύ προσεκτική στάθμιση όλων των παραμέτρων και των δυσκολιών που μπορεί να υπάρξουν. Όταν οι θεσμικές επιλογές μιας κοινωνίας αποθαρρύνουν τις διακρίσεις και ενθαρρύνουν την αυτονομία, τη διαφορετικότητα, την ανοχή και εν τέλει την ελεύθερη επιλογή των ατόμων, τότε μεγιστοποιούνται τα αποτελέσματα υπέρ όλων.

Σε κάθε περίπτωση το θέμα μας είναι ζήτημα επί της αρχής. Οι πεποιθήσεις της πλειοψηφίας στο κράτος δικαίου δεν μπορούν να οδηγούν σε προσβολή του πυρήνα των δικαιωμάτων των ατόμων. Το δικαίωμα της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια απορρέει σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ από το ίδιο το κείμενο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που απαγορεύει τις κάθε είδους διακρίσεις και κατοχυρώνει τον σεβασμό της ιδιωτικότητας και της οικογενειακής ζωής.

* Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο στις 27.4.2018.

Οι δύο κανόνες

                              Από τα διδάγματα της ιστορίας μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημασία που έχουν τα καλά δημόσια οικονομικά για την...